Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σάρητον — και δ. γρφ. σαλητόν, τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) είδος χιτώνα, πιθανώς ο σάραπις* … Dictionary of Greek
σαλητόν — Α (κατά τον Ησύχ.) βλ. σάρητον … Dictionary of Greek